- τυράννισμα
- και τυράγνισμα, το, Ν [τυραννίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυραννώ, τυραννία, τυράγνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυράννισμα — τυράννισμα, το και τυράγνισμα, το, ατος το βασάνισμα, το μαρτύριο, το παίδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)